- μεγαλοϊδεάτης
- ο, θηλ. μεγαλοϊδεάτισσαάτομο που ήταν εμπνευσμένο από τη Μεγάλη Ιδέα τής απελευθέρωσης τών Ελλήνων που βρίσκονταν υπό ξένη κυριαρχία και τής αποκατάστασης τού ελληνισμού σε ενιαίο κράτος.[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)-* + -ιδεατής (< ιδέα). Η λ., στον πληθ. μεγαλοϊδεάται, μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Εστία].
Dictionary of Greek. 2013.